
Σύνδρομο Αποφρακτικών Απνοιών Στον Ύπνο (ΣΑΑΥ)
Το Σύνδρομο Αποφρακτικών Απνοιών στον Ύπνο (ΣΑΑΥ) χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια απόφραξης των ανωτέρων αναπνευστικών οδών, ιδιαίτερα στο ύψος του στοματοφάρυγγα, με αποτέλεσμα την πλήρη ή μερική διακοπή της ροής του αέρα (για τουλάχιστον 10 δευτερόλεπτα), ενώ ο ασθενής καταβάλει έντονες αναπνευστικές προσπάθειες. Χαρακτηριστικά οι ασθενείς εμφανίζουν έντονο καθημερινό ροχαλητό και διακοπές της αναπνοής στον ύπνο. Ο υπο-απνοϊκός δείκτης (Apnea-Hypopnea Index, ΑΗΙ) χρησιμοποιείται ως δείκτης βαρύτητας του ΣΑΑΥ και αντιστοιχεί στον αριθμό των απνοιών και των υποπνοιών ανά ώρα ύπνου.
Το ΣΑΑΥ, στην ολοκληρωμένη του μορφή, περιλαμβάνει πέρα από τα στοιχεία της διαταραχής του ύπνου και μία σειρά από συμπτώματα. Η υπερβολική ημερήσια υπνηλία είναι το πιο συχνό από τα συμπτώματα αυτά, και ακολουθούν σε συχνότητα το ροχαλητό και ο ανήσυχος ύπνος. Ακόμα, συχνά συμπτώματα αποτελούν το αίσθημα πνιγμονής κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι συχνές αφυπνίσεις και οι αναφερόμενες άπνοιες, η νυκτουρία και οι πρωινές κεφαλαλγίες. Πιο σπάνια περιγράφονται η μειωμένη libido και η βραδινή ενούρηση. Οι ασθενείς με ΣΑΑΥ, επίσης, παρουσιάζουν μειωμένη προσοχή, διαταραγμένη συγκέντρωση και μνήμη, καθώς και ευερεθιστότητα.
Για πρώτη φορά περιγράφηκε ολοκληρωμένα ως σύνδρομο το 1965, και έκτοτε ακολούθησε μια ραγδαία εξέλιξη στη διάγνωση και θεραπεία του συνδρόμου. Εκτιμάται ότι οι αποφρακτικές άπνοιες στον ύπνο παρατηρούνται στο 5-10% του γενικού πληθυσμού ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας. Η επίπτωση του ΣΑΑΥ αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο τα επόμενα χρόνια αφού ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας, η παχυσαρκία, είναι η ¨επιδημία¨ της εποχής στις δυτικές χώρες.
Η επίπτωση είναι μεγαλύτερη στους άνδρες (2-3πλάσιος κίνδυνος) και τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Επιπρόσθετα, ο επιπολασμός του συνδρόμου στον πληθυσμό φαίνεται ότι αυξάνεται σταθερά με την ηλικία, μέχρι την ηλικία των 65 ετών. Ο σημαντικότερος προδιαθεσικός παράγοντας για την ανάπτυξη του συνδρόμου είναι η παχυσαρκία. Εκτιμάται ότι το 60-90% των ασθενών με ΣΑΑΥ είναι παχύσαρκοι (BMI > 28kg/m2). Στους ανατομικούς παράγοντες, που φαίνεται να συμβάλλουν στην αυξημένη τάση για απόφραξη του αεραγωγού, συμπεριλαμβάνονται το μικρό εύρος φάρυγγα λόγω των ανατομικών ιδιαιτεροτήτων του ασθενούς ή της εναπόθεσης λιπώδους ιστού στα τοιχώματα του φάρυγγα, οι υπερτροφικές αμυγδαλές και οι αδενοειδείς εκβλαστήσεις (ιδίως στα παιδιά), η μακρογλωσσία, η οπισθογναθία και η μικρογναθία. Επίσης, προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση του συνδρόμου αποτελούν το κάπνισμα, το αλκοόλ, η ρινική συμφόρηση, η λήψη ηρεμιστικών-κατασταλτικών ουσιών, η έλλειψη ύπνου και η ύπτια θέση ύπνου (ανάσκελα). Υπολογίζεται ότι οι καπνιστές έχουν τριπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν ΣΑΑΥ από ότι οι μη καπνιστές.

Οι σημαντικότερες επιπτώσεις του συνδρόμου είναι η ημερήσια υπνηλία και ο αυξημένος κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα. Η ημερήσια υπνηλία με τη σειρά της προκαλεί ευερεθιστότητα και γενικότερα διαταραχές της συμπεριφοράς. Ωστόσο, τραγικότερη συνέπεια της ημερήσιας υπνηλίας αποτελούν τα τροχαία ατυχήματα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη άτομα με σύνδρομο αποφρακτικής άπνοιας έχουν 7-πλάσια πιθανότητα σε σύγκριση με υγιείς να υποστούν τροχαίο ατύχημα σε διάστημα 5 ετών. Το πρόβλημα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις αν αναλογισθεί κανείς το πόσοι επαγγελματίες οδηγοί παραμένουν αδιάγνωστοι!
Από την άλλη, οι καρδιαγγειακές επιπτώσεις του συνδρόμου είναι εμφανείς από τα αρχικά στάδια της νόσου. Πολύ συχνά μία ανθιστάμενη στη θεραπεία υπέρταση υποκρύπτει Σύνδρομο Αποφρακτικής Άπνοιας. Εκτιμάται ότι το 30-40% των ατόμων με αρτηριακή υπέρταση εμφανίζουν ΣΑΑΥ. Οι αιμοδυναμικές μεταβολές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των απνοιών ευθύνονται τόσο για οξείες βλάβες που μπορεί να συμβούν κατά τον ύπνο, όπως είναι τα αγγειακά ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια και το έμφραγμα του μυοκαρδίου, όσο και για χρόνιες καρδιαγγειακές επιπτώσεις όπως είναι η ανάπτυξη αρτηριακής υπέρτασης, οι αρρυθμίες και η καρδιακή ανεπάρκεια.
Εκτιμάται ότι το 76% των ατόμων με ΣΑΑΥ παρουσιάζουν γνωστικές δυσλειτουργίες, όπως είναι οι διαταραχές της σκέψης, της συγκέντρωσης, της μνήμης, της επικοινωνίας ή της μάθησης νέων πληροφοριών, ενώ συχνά εμφανίζουν και σύγχυση, ευερεθιστικότητα και αγχώδη συνδρομή. Οι ασθενείς με ΣΑΑΥ μπορεί να παρουσιάσουν ψυχολογικές διαταραχές, οι οποίες επηρεάζουν τις λειτουργικές ικανότητες και κατ’ επέκταση την ποιότητα ζωής τους. Ο επιπολασμός της κατάθλιψης σε άτομα με ΣΑΑΥ ποικίλλει από 24% έως 45%.
Παράλληλα, τα δεδομένα που προκύπτουν τα τελευταία χρόνια από τις διάφορες μελέτες αναδεικνύουν την ύπαρξη μιας σχέσης μεταξύ του ΣΑΑΥ και των διαταραχών του μεταβολισμού της γλυκόζης και των λιπιδίων. Από παλαιότερες, ήδη, μελέτες έχει αναδειχτεί μια πιθανή αιτιολογική σχέση μεταξύ του ΣΑΑΥ και της εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ. Η χρόνια διαλείπουσα υποξαιμία φαίνεται να επιδεινώνει σε σημαντικό βαθμό την αντίσταση στην ινσουλίνη. Σε κάποιες μελέτες διαπιστώθηκαν αυξημένα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C) ακόμη και σε μη διαβητικά άτομα. Ακόμη, δυσλιπιδαιμία παρατηρείται συχνά σε άτομα με ΣΑΑΥ. Η θεραπεία του συνδρόμου με CPAP φαίνεται να έχει μια θετική επίδραση στο λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών με ΣΑΑΥ.
Για τη διάγνωση του συνδρόμου απαραίτητη είναι η πλήρης πολυσωματοκαταγραφική μελέτη ύπνου, εξέταση που προϋποθέτει την εισαγωγή και παραμονή του ασθενή για ένα βράδυ σε Εργαστήριο μελέτης Ύπνου. Θεραπεία εκλογής για το ΣΑΑΥ αποτελεί η συσκευή συνεχούς θετικής πίεσης με ρινική μάσκα n-CPAP. Η συνεχής θετική πίεση που παρέχεται σταθεροποιεί την βατότητα των ανωτέρων αεραγωγών, εξασφαλίζοντας την συνεχή ροή αέρα. Σε επιλεγμένους, κυρίως νεαρής ηλικίας ασθενείς, μπορεί να προταθεί ΩΡΛ ή ορθοδοντική αντιμετώπιση. Ο ασθενής θα πρέπει να συμμετέχει ενεργά στην τελική απόφαση για το είδος της θεραπείας, καθώς και να συνειδητοποιήσει ότι απαιτείται η δική του συμβολή στη διαχείριση της ασθένειάς του. Είναι ουσιώδους σημασίας η απώλεια σωματικού βάρους (στοχεύοντας σε ένα δείκτη ΒΜΙ ≤ 25 kg/m2), η αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλ ή υπναγωγών χαπιών πριν την βραδινή κατάκλιση, η αλλαγή στάσης ύπνου (ειδικότερα η αποφυγή της ύπτιας θέσης), και η άσκηση.