
Καρδιακή Ανεπάρκεια
Η Καρδιακή Ανεπάρκεια (ΚΑ) χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της καρδιάς να λειτουργήσει ως αντλία και να εφοδιάσει τους ιστούς του σώματος με την απαραίτητη για τον μεταβολισμό ποσότητα αίματος. Η ΚΑ αποτελεί ένα κλινικό σύνδρομο στο οποίο οι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα (π.χ. δύσπνοια στην ηρεμία ή στην προσπάθεια ή στην κατάκλιση, εύκολη κόπωση, αδυναμία, οίδημα σφυρών, ανορεξία, σύγχυση, συγκοπή) ή/και σημεία (π.χ. υγροί ρόγχοι πνευμόνων, πλευριτική συλλογή, αυξημένη σφαγιτιδική φλεβική πίεση, περιφερικό οίδημα, ηπατομεγαλία, ταχυκαρδία, ταχύπνοια, ασκίτης, ολιγουρία) και αντικειμενικά ευρήματα οργανικής ή λειτουργικής καρδιακής νόσου. Διακρίνεται με βάση την υπερηχοκαρδιογραφική εκτίμηση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας της καρδιάς (LVEF) σε: α) ΚΑ με ελαττωμένο LVEF (LVEF<40%), β) ΚΑ με ενδιάμεσου εύρους LVEF (LVEF 40%-49%), και γ) ΚΑ με διατηρημένο LVEF (LVEF≥50%).

Εκτιμάται ότι ο επιπολασμός της ΚΑ στον αναπτυγμένο κόσμο είναι περίπου 2% στο γενικό πληθυσμό, ενώ ξεπερνά το 10% μεταξύ των ατόμων ηλικίας μεγαλύτερης των 70 ετών. Μόνο στην Ευρώπη 14 εκατομμύρια άτομα πάσχουν από ΚΑ, με 3.6 εκατομμύρια ασθενείς να διαγιγνώσκονται ετησίως. Στην Ελλάδα οι πάσχοντες από ΚΑ υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 200.000, ενώ εκτιμάται ότι οι νοσηλείες λόγω ΚΑ απορροφούν το 2% των συνολικών δαπανών για την υγεία!
Η κύρια αιτία που προκαλεί ΚΑ είναι η στεφανιαία νόσος. Ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου νεκρώνει τμήματα της καρδιάς και ελαττώνει τη δύναμή της. Επίσης, μία αρρύθμιστη επί χρόνια υπέρταση μπορεί να καταλήξει σε ΚΑ, καθώς η καρδιά δυσκολεύεται να λειτουργήσει σωστά και ‘‘εξαντλείται’’. Άλλες σπανιότερες αιτίες είναι κάποιες δομικές παθήσεις στην καρδιά (π.χ. μυοκαρδιοπάθειες, βαλβιδοπάθειες), καθώς και οι λοιμώξεις του μυοκαρδίου (π.χ. μυοκαρδίτιδα).
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στο ιστορικό (στεφανιαία νόσος, αρτηριακή υπέρταση, λήψη φαρμάκων και ουσιών, συμπτώματα ΚΑ), την κλινική εξέταση (σημεία ΚΑ), το ΗΚΓ (οποιαδήποτε διαταραχή), τον εργαστηριακό έλεγχο (επίπεδα νατριουρητικών πεπτιδίων στο αίμα NT-proBNP, BNP) και εν τέλει το υπερηχοκαρδιογράφημα (triplex καρδιάς). Από τους ασθενείς που διαγιγνώσκονται με ΚΑ, το 40% αναμένεται να πεθάνει στα επόμενα 5 έτη. Το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται και φθάνει το 80%, όταν η διάγνωση αργήσει και γίνει στα προχωρημένα στάδια της νόσου. Αυτό από μόνο του καταδεικνύει πόσο σημαντικό είναι ο ασθενής να επισκεφθεί γρήγορα τον καρδιολόγο του, ώστε να γίνει έγκαιρα η διάγνωση της πάθησης.
Μόλις τεθεί η διάγνωση της ΚΑ θα πρέπει να αρχίσει αμέσως η θεραπεία. Παράλληλα, βασικό μας μέλημα είναι να βρούμε την αιτία, μήπως μπορεί να αντιμετωπιστεί (π.χ. στεφανιαία νόσος, αρρύθμιστη υπέρταση). Κύριοι στόχοι της θεραπείας αποτελούν η βελτίωση της κλινικής εικόνας του ασθενούς, της λειτουργικής ικανότητας του και της ποιότητας ζωής του, καθώς και η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης του. Οι πιο κοινές μορφές καρδιακής ανεπάρκειας μπορούν να αντιμετωπιστούν με αλλαγές στον τρόπο ζωής και φαρμακευτική αγωγή.
Όσον αφορά στον τρόπο ζωής, ακόμα και απλά πράγματα όπως καθημερινό περπάτημα, διατροφή χωρίς αλάτι, αποφυγή καπνίσματος και αλκοόλ μπορούν να βελτιώσουν τα συμπτώματα και την ποιότητα ζωής. Ακόμη, τα άτομα με στεφανιαία νόσο θα πρέπει να ακολουθούν υπολιπιδαιμική δίαιτα. Ο ασθενής με ΚΑ πρέπει να παρακολουθεί το βάρος του (με καθημερινό ζύγισμα), την αρτηριακή πίεση και τις σφύξεις του (τόσο για ταχυκαρδίες όσο και για βραδυκαρδίες). Αν παρατηρήσει μεγάλη αλλαγή στις μετρήσεις, όπως όταν πάρει π.χ. αρκετό βάρος (περισσότερο από 2 κιλά σε μια βδομάδα), τότε πρέπει να ενημερώσει το γιατρό του. Επίσης, θα πρέπει να ενημερώσει τον γιατρό για οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στα συμπτώματά του. Για παράδειγμα, μπορεί να αναφέρει ότι τελευταία αναγκάζεται να ξυπνάει τη νύκτα λόγω δύσπνοιας και θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι, ή ότι νιώθει την ανάγκη για να κοιμηθεί να χρησιμοποιήσει τέσσερα αντί δύο μαξιλάρια που χρησιμοποιούσε πριν.

Η φαρμακευτική θεραπεία περιλαμβάνει κυρίως τη χρήση β-αναστολέων, αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου, διουρητικών και αναστολέων αλδοστερόνης. Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου (α-ΜΕΑ), οι β-αναστολείς και οι αναστολείς αλδοστερόνης έχουν φανεί από μελέτες ότι παρατείνουν την επιβίωση των ασθενών. Η προσθήκη διουρητικών βελτιώνει την ποιότητα ζωής τους, καθώς βοηθούν στην αποσυμφόρηση του ασθενή, αυξάνοντας την αποβολή των υγρών και του άλατος. Πολύ σημαντικό παράγοντα αποτελεί και η συμμόρφωση του ασθενούς στη θεραπεία που του υπέδειξε ο γιατρός του. Σε προχωρημένα στάδια καρδιακής ανεπάρκειας χρησιμοποιούνται αμφικοιλιακή βηματοδότηση, συσκευές μηχανικής υποβοήθησης της αριστερής κοιλίας και εν τέλει η μεταμόσχευση καρδιάς.
Οι ασθενείς με ΚΑ χρήζουν συχνής παρακολούθησης (τουλάχιστον κάθε 3-6 μήνες), ενώ παράλληλα θα πρέπει να υποβάλλονται συχνότερα σε υπερηχοκαρδιογραφικό έλεγχο (triplex καρδιάς) και holter ρυθμού, για την κατάλληλη ρύθμιση της φαρμακευτικής αγωγής, αλλά και για την εκτίμηση πιθανής τοποθέτησης κάποιας συσκευής. Θα πρέπει όμως και οι ίδιοι οι ασθενείς να ελέγχουν προσεκτικά την υγεία τους. Δεδομένου πως μια από τις συχνότερες αιτίες που απορρυθμίζουν την ΚΑ είναι οι λοιμώξεις, πρέπει να γίνεται στους ασθενείς αυτούς ο προληπτικός εμβολιασμός για προστασία από τον πνευμονιόκοκκο και τη γρίπη. Η Καρδιακή Ανεπάρκεια είναι μια σοβαρή χρόνια πάθηση, με εξάρσεις (π.χ. μετά από κάποια λοίμωξη) και υφέσεις των συμπτωμάτων. Η σωστή συμμόρφωση του ασθενούς στις οδηγίες του ιατρού του είναι το μυστικό για μια ομαλή πορεία της νόσου.