Βηματοδότης
Ο Βηματοδότης είναι μια συσκευή που παράγει ηλεκτρικά ερεθίσματα, τα οποία διεγείρουν την καρδιά μέσω ενός ή δυο ειδικών καλωδίων. Τοποθετείται στις καταστάσεις που η αυτόχθων διέγερση της καρδιάς έχει διαταραχθεί με αποτέλεσμα την εμφάνιση βραδυαρρυθμιών, οι οποίες μπορεί να προκαλούν ζάλη, κόπωση, δύσπνοια ή λιποθυμικά επεισόδια.
Το πρώτο επικαρδιακό βηματοδοτικό σύστημα εμφυτεύτηκε σε άνθρωπο από τους Elmquist και Senning στο Νοσοκομείο Karolinska της Στοκχόλμης πριν από περίπου 60 χρόνια (1957, Siemens-Elema). Οι πρώτοι εμφυτεύσιμοι βηματοδότες ήταν αρκετά μεγάλοι (200cm3), με ένα καλώδιο, και διάρκεια ζωής της μπαταρίας τους περίπου δύο χρόνια. Τα τελευταία χρόνια έχει συντελεστεί τεράστια πρόοδος στην τεχνολογία των βηματοδοτών, οδηγώντας στα σημερινά πλήρως ενδοκαρδιακά βηματοδοτικά συστήματα (Εικόνα 1), τα οποία χρησιμοποιούν πολύπλοκους αλγόριθμους, είναι μικρότερα σε μέγεθος (περίπου 16cm3) και διαθέτουν μεγαλύτερης διάρκειας γεννήτριες (έως 10 χρόνια).
Σήμερα, ως επακόλουθο της τεράστιας τεχνολογικής ανάπτυξης, περισσότερες από 700.000 βηματοδοτικές συσκευές εμφυτεύονται ετήσια παγκοσμίως. Σε μια ευρωπαϊκή μελέτη (2011) που συμπεριέλαβε 18 χώρες, ο ετήσιος μέσος ρυθμός εμφύτευσης υπολογίστηκε σε 938 συσκευές ανά εκατομμύριο κατοίκους. Στην Ελλάδα ο ρυθμός εμφύτευσης εκτιμάται σε 629 συσκευές ανά εκατομμύριο κατοίκους, ανά έτος.
Ο εμφυτεύσιμος βηματοδότης αποτελείται από τα ακόλουθα τμήματα (Εικόνα 2): α)τη βηματοδοτική συσκευή (γεννήτρια) που παράγει το βηματοδοτικό ερέθισμα (η οποία περιλαμβάνει τα ηλεκτρονικά κυκλώματα του βηματοδότη και την μπαταρία του, κλεισμένα σε ένα στεγανό μεταλλικό κουτί), και β)τα διαφλέβια καλώδια (ηλεκτρόδια) που συνδέουν τη γεννήτρια με το μυοκάρδιο πορευόμενα εντός μιας μεγάλης φλέβας.
Η εμφύτευση του καρδιακού βηματοδότη πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία. Τα καλώδια (ηλεκτρόδια) εισάγονται σε μια φλέβα που βρίσκεται στην περιοχή κάτω από την κλείδα και προωθούνται μέχρι τη καρδιά (δεξιό κόλπο ή δεξιά κοιλία). Ο βηματοδότης εισάγεται μετά σε μια ‘‘θήκη’’, που δημιουργείται για αυτό το λόγο κάτω από το δέρμα, και συνδέεται με τα καλώδια. Την επόμενη μέρα μετά την εμφύτευση του βηματοδότη, αφού γίνει έλεγχος της σωστής τοποθέτησης και λειτουργίας του, ο ασθενής εξέρχεται του νοσοκομείου. Στον ασθενή δίνεται μια ταυτότητα (κάρτα) του βηματοδότη, στην οποία περιέχονται τα στοιχεία του ιατρού, το είδος του καρδιακού βηματοδότη που εμφυτεύτηκε και των καλωδίων που χρησιμοποιήθηκαν. Οι ταυτότητες πρέπει να δείχνονται σε όλες τις περιπτώσεις που θα ζητηθεί, και ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να τις έχει ο ασθενής μαζί του κατά την επίσκεψη σε κάποιον ιατρό.
Παρόλη την εξέλιξη στον τομέα των βηματοδοτών τα τελευταία χρόνια, η εμφύτευση τους στον ανθρώπινο οργανισμό μπορεί να συνοδεύεται από μια σχετικά μικρή αλλά υπαρκτή πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών, όπως εξάλλου και σε κάθε άλλη επεμβατική ιατρική πράξη. Οι πιθανές επιπλοκές σχετίζονται κυρίως με την εμφύτευση του διαφλέβιου καλωδίου. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να συμβούν οξέως κατά την εμφύτευση ή στην περι-επεμβατική περίοδο (π.χ. πνευμοθώρακας, θραύση ή παρεκτόπιση ηλεκτροδίου, τρώση καρδιακού τοιχώματος, επιπωματισμός) ή χρονίως (π.χ. θρόμβωση ή απόφραξη του φλεβικού δικτύου εντός του οποίου διατρέχει το βηματοδοτικό καλώδιο, ή επιμόλυνση του συστήματος). Οι περισσότερες επιπλοκές συμβαίνουν εντός της νοσηλείας στο νοσοκομείο ή τους πρώτους 6 μήνες. Μια μετα-ανάλυση που περιλάμβανε 9082 ασθενείς υπολόγισε ότι το ποσοστό επιτυχούς εμφύτευσης βηματοδότη είναι 94,4%. Οι περι-επεμβατικοί θάνατοι ήταν 0,3%, οι μηχανικές επιπλοκές (συμπεριλαμβάνοντας το διαχωρισμό του στεφανιαίου κόλπου, την περικαρδιακή συλλογή, τον επιπωματισμό, τον πνευμοθώρακα και τον αιμοθώρακα) ήταν 3,2%, οι δυσλειτουργίες του διαφλέβιου καλωδίου ήταν 6,2% και οι λοιμώξεις ήταν 1,4%. Τα αιματώματα είναι συχνές επιπλοκές (2,9%-9,5%), που συνήθως όμως αντιμετωπίζονται συντηρητικά.
Ο βηματοδότης δεν επιφέρει ουσιώδεις μεταβολές στον τρόπο ζωής του ασθενούς. Δεν απαγορεύεται η χρήση των κινητών τηλεφώνων. Ωστόσο, τα κινητά τηλέφωνα θα πρέπει να βρίσκονται σε απόσταση τουλάχιστον 20 εκατοστών από το βηματοδότη. Επομένως, επιτρέπεται χωρίς περιορισμούς η ομιλία με κινητό τηλέφωνο από το αντίθετο αυτί της θέσης τοποθέτησης του βηματοδότη ή με τη χρήση handsfree. Επιπρόσθετα, τα άτομα με βηματοδότη είναι καλό να απέχουν 2 – 3 μέτρα μακριά από τον φούρνο μικροκυμάτων όταν αυτός λειτουργεί. Ακόμα, θα πρέπει να αποφεύγονται τα υψηλής τάσεως ηλεκτρομαγνητικά πεδία που παράγονται από γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσεως. Στα αεροδρόμια θα πρέπει να έχουν τη κάρτα του βηματοδότη μαζί τους και να την επιδεικνύουν όταν χρειασθεί στο προσωπικό ασφαλείας, ώστε να μη περνούνε από τη μαγνητική πύλη που κάνει ανίχνευση μετάλλων.